κικκαβαῦ

κικκαβαῦ

κικκαβαῦ, ein Schrei, der die Stimme der Nachteulen nachahmt, Ar. Av. 263.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κικκαβαύ — (Α) κωμική ονοματοποιημένη κραυγή κατ απομίμηση τής φωνής τής κουκουβάγιας, στον Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • κικκαβαῦ — cry in imitation of the screech owl s note indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκαβάζω — ή, στον Φώτ., κικκαβίζω (Α) [κικκαβαύ] (για την κουκουβάγια) φωνάζω κικκαβαύ* …   Dictionary of Greek

  • κικκάβη — κικκάβη, ἡ (Α) κουκουβάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)] …   Dictionary of Greek

  • kā̆ u-, kē̆ u-, kū- —     kā̆ u , kē̆ u , kū     English meaning: to howl     Deutsche Übersetzung: ,heulen”     Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂.     Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”