κεκινδῡνευμένως

κεκινδῡνευμένως

κεκινδῡνευμένως, gewagt, gefährlich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεκινδυνευμένως — (Α) επίρρ. με κίνδυνο, επικίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκινδυνευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κινδυνεύω] …   Dictionary of Greek

  • κεκινδυνευμένως — κεκινδῡνευμένως , κινδυνεύω to be daring perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”