- ΘΡΑ
ΘΡΑ, nur im aor. med. ϑρήσασϑαι, Philet. frg. 21, sich gesetzt haben, sitzen, VLL. καϑῆσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΘΡΑ, nur im aor. med. ϑρήσασϑαι, Philet. frg. 21, sich gesetzt haben, sitzen, VLL. καϑῆσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-θρα — βλ. θρο(ν) … Dictionary of Greek
θρασεῖ — θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic doric) θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράζω fut ind mid 2nd sg (doric) θράζω fut ind act 3rd sg (doric) θρασύς bold masc/neut dat sg θρᾱσεῖ , θρέομαι cry… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανευομένας — θρᾱνευομένᾱς , θρανεύομαι to be stretched on the tanner s board pres part mp fem acc pl θρᾱνευομένᾱς , θρανεύομαι to be stretched on the tanner s board pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανεύσεται — θρᾱνεύσεται , θρανεύομαι to be stretched on the tanner s board aor subj mp 3rd sg (epic) θρᾱνεύσεται , θρανεύομαι to be stretched on the tanner s board fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίτας — θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc acc pl θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾴττας — Θρᾴ̱ττᾱς , Θρᾷσσα fem acc pl (attic) Θρᾴ̱ττᾱς , Θρᾷσσα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρᾴττας — θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem acc pl θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράνους — θρά̱νους , θρᾶνος bench neut gen sg (attic epic doric) θρά̱νους , θρᾶνος bench masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θράνω — θρά̱νω , θρᾶνος bench masc nom/voc/acc dual θρά̱νω , θρᾶνος bench masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανεύεται — θρᾱνεύεται , θρανεύομαι to be stretched on the tanner s board pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)