ΘΗΠΩ

ΘΗΠΩ

ΘΗΠΩ, s. τέϑηπα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θήπω — (Α) 1. απατώ, εξαπατώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμῶ, θαυμάζω» …   Dictionary of Greek

  • σαπύλλειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαίνειν. Ρίνθων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, εκφραστικό παρ. σχηματισμένο από το ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω», κατ επίδραση τού σαπρός. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το ρ. θήπω «απατώ, εξαπατώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”