- Κρόνιος
Κρόνιος, Κρονόληρος u. ä., s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κρόνιος, Κρονόληρος u. ä., s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κρόνιος — of Cronos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π … Dictionary of Greek
Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα … Dictionary of Greek
Κρονίως — Κρόνιος of Cronos adverbial Κρόνιος of Cronos masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνιον — Κρόνιος of Cronos masc acc sg Κρόνιος of Cronos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кроний — (Κρονιος) платоник II в. по Р. Хр.; учил, между прочим, что зло происходит от соединения души с материей … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κρονίη — Κρόνιος of Cronos fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρονίην — Κρόνιος of Cronos fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρονίης — Κρόνιος of Cronos fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρονίοιο — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρονίου — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)