- χῶσις
χῶσις, ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῶσις, ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χώσει — χόω throw aor subj act 3rd sg (epic) χόω throw fut ind mid 2nd sg χόω throw fut ind act 3rd sg χώομαι to be angry fut ind mid 2nd sg χώ̱σει , χῶσις heaping up fem nom/voc/acc dual (attic epic) χώ̱σεϊ , χῶσις heaping up fem dat sg (epic) χώ̱σει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως … Dictionary of Greek
αμμοχωσιά — η (Α ἀμμοχωσία) κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι] … Dictionary of Greek
χωσιά — η / χωσία, ΝΜ ενέδρα, καρτέρι μσν. συνεκδ. αυτοί που στήνουν καρτέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χῶσις κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek
χῶσιν — χάω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χάω pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) χάω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) χάω pres subj act 3rd pl (attic epic doric ionic) χόω throw pres subj mp 2nd sg (epic) χόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώσεως — χώ̱σεω̆ς , χῶσις heaping up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώσῃ — χάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) χόω throw aor subj mid 2nd sg χόω throw aor subj act 3rd sg χόω throw fut ind mid 2nd sg χώομαι to be angry aor subj mid 2nd sg χώομαι to be angry fut ind mid 2nd sg χώ̱σηι , χῶσις heaping up fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχωσις — ψύ̱χωσις , ψύχωσις a giving soul fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)