- χῶς
χῶς, ῶ, ὁ, bei den Argivern was bei den Athenern συμβολή, ein Pickenick, eigtl. dor. = χοῦς, χόος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῶς, ῶ, ὁ, bei den Argivern was bei den Athenern συμβολή, ein Pickenick, eigtl. dor. = χοῦς, χόος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χώς — (I) ῶ, ὁ, Α βλ. χοῡς. (II) Α (αττ. τ.) κράση αντί καὶ ὡς … Dictionary of Greek
χὠς — ὡς , ὡς so proclitic indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὤς — ὅς , ὅς yas masc nom sg ὥς , ὅς yas masc acc pl (doric) ὥς , ὡς so proclitic indeclform (conj) ὥς , ὡς so indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶς — χόω throw pres ind act 2nd sg (doric) χόω throw imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχῶς — ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem acc pl (doric) ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱χῶς , ἠχώ echo fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψύχως — ἐμψύ̱χως , ἔμψυχος having life in one adverbial ἐμψύ̱χως , ἔμψυχος having life in one masc/fem acc pl (doric) ἐμψυχόω animate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐμψύ̱χως , ἐμψυχόω animate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐψύχως — εὐψύ̱χως , εὔψυχος of good courage adverbial εὐψύ̱χως , εὔψυχος of good courage masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροψύχως — μῑκροψύ̱χως , μικρόψυχος meanspirited adverbial μῑκροψύ̱χως , μικρόψυχος meanspirited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψύχως — φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life adverbial φιλοψύ̱χως , φιλόψυχος loving one s life masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψύχως — ἀψύ̱χως , ἄψυχος lifeless adverbial ἀψύ̱χως , ἄψυχος lifeless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)