χῶσμα

χῶσμα

χῶσμα, τό, = χῶμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χώσμα — το / χῶσμα, ώσματος, ΝΑ [χώννυμι / χώνω] νεοελλ. στον πληθ. τα χώσματα αινίγματα ή παροιμίες αρχ. πιθ. το χώμα …   Dictionary of Greek

  • χώσματα — χῶσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”