χῶμα — earth thrown up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η … Dictionary of Greek
χώμα — το, ατος 1. γη, έδαφος που αποτελείται από λεπτούς κόκκους. 2. σκόνη: Το κοστούμι σου είναι όλο χώματα. 3. έδαφος: Έπεσε κάτω στο χώμα. 4. φρ., «Tον έφαγε το μαύρο χώμα», τον σκέπασε ο τάφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάσπες (ιαματικές) — Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες … Dictionary of Greek
χωμάτων — χῶμα earth thrown up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμασι — χῶμα earth thrown up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώμασιν — χῶμα earth thrown up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματα — χῶμα earth thrown up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματι — χῶμα earth thrown up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώματος — χῶμα earth thrown up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek