χῶνος

χῶνος

χῶνος, , zsgz., = χόανος, χόανον, = χώνη, χοάνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χώνος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.), στην πρώην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηττάτου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου, του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα …   Dictionary of Greek

  • Χωνός — Χών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… …   Dictionary of Greek

  • Oropedio Lasithiou — Οροπέδιο Λασιθίου Panorama of the Lasithi Plateau Location …   Wikipedia

  • σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • χόννος — και, κατά τον Ησύχ., χόνος, ὁ, Α (κρητική λέξη) είδος χάλκινου ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος θα μπορούσε πιθ. να ενταχθεί στην οικογένεια τού ρ. χέω* (πρβλ. χόανος, χῶνος), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος] …   Dictionary of Greek

  • hunie — HÚNIE s. v. pâlnie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  húnie s.f. (reg.) 1. vas de lemn cu ţâţa în fund, ca o pâlnie mare, în care se toarnă mustul pentru a se scurge în butoi. 2. unealtă de dogar; leică. 3. loc priporos, accidentat …   Dicționar Român

  • γλάχωνος — γλά̱χωνος , βλήχων pennyroyal fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ĝheu- —     ĝheu     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen”     Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”