- χέρμα
χέρμα, τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρμα, τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρμα — τὸ, Α 1. η επάνω πέτρα ελαιοτριβείου 2. (κατά τον Ησύχ.) «χέρμα, ποίημα, χάλιξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χερμάς] … Dictionary of Greek
χερμάται — χερμά̱τᾱͅ , χερμάτης slinger masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρμασι — χέρμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek
Банки — I в современном экономическом строе Б. являются высшей формой кредитного посредничества и важнейшими органами вексельного и денежного обращения. Цель банковой деятельности: во первых, создать систему кредита (см. это сл.), которая обеспечивала бы … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
CHERMITES Lapis — apud Plinium, l. 36. c. 17. Mitior est autem servandis corporibus, nec absumendis Chermites ebori simillimus, in quo Darium conditum ferunt. Uti libri Pliniani habent, atque ita Isidorus: Cum alias Chernites legatur, quemadmodum et Theophrastus,… … Hofmann J. Lexicon universale
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
νεώχερμος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη». [ΕΤΥΜΟΛ. < *νέως, αμάρτυρο επίρρ. τού νέος (πρβλ. νεωσ τί) + χέρμα «λίθος, χαλίκι»] … Dictionary of Greek
χερματιστής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λίθος χειροπληθὴς καὶ δίσκος βακχεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρμα, ατος (βλ. και λ. χερμάς) + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek