- χέρεια
χέρεια, s. unter χέρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρεια, s. unter χέρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρεια — χείρων mcaner neut acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχέρεια — ἡ, Μ παροχή βοήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χέρεια (< χείρ, χειρός), πρβλ. εὐ χέρεια] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek