- χέρεσσι
χέρεσσι, seltener poet. dat. plur. von χείρ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρεσσι, seltener poet. dat. plur. von χείρ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρεσσι — χείρ b. fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρεσσ' — χέρεσσι , χείρ b. fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek