- χέρσονδε
χέρσονδε, adv., auf das feste Land, an das feste Land, Il. 21, 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρσονδε, adv., auf das feste Land, an das feste Land, Il. 21, 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρσονδε — to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρσονδε — Α επίρρ. προς την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε, πόντον δε)] … Dictionary of Greek
χέρσονδ' — χέρσονδε , χέρσονδε to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)