χέρνα

χέρνα

χέρνα, , die Armuth, Hesych., der davon χερνής ableitet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χέρνα — χέρνᾱ , χέρνα poverty fem nom/voc/acc dual χέρνᾱ , χέρνα poverty fem nom/voc sg (doric aeolic) χέρνᾱ , χέρνη poverty fem nom/voc/acc dual χέρνᾱ , χέρνη poverty fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνα — και χέρνη, ἡ, Α πενία, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*] …   Dictionary of Greek

  • χέρνη — ἡ, Α βλ. χέρνα …   Dictionary of Greek

  • χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”