χερνήτης

χερνήτης

χερνήτης, ὁ, = χερνής; Aesch. Prom. 895; χερνήτεω ἀνδρός Simonds. 103 (XIII, 30).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερνήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… …   Dictionary of Greek

  • χερνῆται — χερνήτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήταις — χερνήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτην — χερνήτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτου — χερνήτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτῃ — χερνήτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνῆτα — χερνής poor masc acc sg χερνήτης masc voc sg χερνήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερνήτωρ — ορος, ὁ, Α χερνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χερνής / χερνήτης, με κατάλ. τωρ] …   Dictionary of Greek

  • χερνητικός — ή, όν, Α [χερνής / χερνήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χερνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χερνητικόν η τάξη τού δήμου που εργαζόταν («τὸ χερνητικὸν καὶ τὸ μικρὰν ἔχον οὐσίαν ὥστε μὴ δύνασθαι σχολάζειν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • χερνήταν — χερνήτᾱν , χερνήτης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”