- χερνῆσσα
χερνῆσσα, ἡ, fem. zum Vorigen, Arcad. 97, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνῆσσα, ἡ, fem. zum Vorigen, Arcad. 97, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνήσσα — ἡ, Α βλ. χερνής … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek