- χερνήτωρ
χερνήτωρ, ορος, ὁ, poet. statt χερνήτης, Maneth. 4, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνήτωρ, ορος, ὁ, poet. statt χερνήτης, Maneth. 4, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερνήτωρ — ορος, ὁ, Α χερνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χερνής / χερνήτης, με κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek