χερνής — poor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
χερνῆσι — χερνής poor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνῆτα — χερνής poor masc acc sg χερνήτης masc voc sg χερνήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνῆτες — χερνής poor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνῆτος — χερνής poor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… … Dictionary of Greek
χερνήτωρ — ορος, ὁ, Α χερνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χερνής / χερνήτης, με κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek
χέρνα — και χέρνη, ἡ, Α πενία, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. επινοημένος από τους γραμματικούς για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τής λ. χερνής*] … Dictionary of Greek
χερνάς — ᾱτος, ὁ, Α βλ. χερνής … Dictionary of Greek
χερνήσσα — ἡ, Α βλ. χερνής … Dictionary of Greek