χερμάδιος

χερμάδιος

χερμάδιος, ον, von der Art, Gestalt od. Größe eines Kiesels, bes. um damit zu werfen, μολύβδαιναι χερμάδιοι, faustgroße Bleikugeln zum Werfen, Luc. Lexiph. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερμάδιος — large stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμάδιος — ον, ΜΑ [χερμάς, άδος] αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον τού αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν. β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.) …   Dictionary of Greek

  • χερμαδίους — χερμάδιος large stone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμάδιον — large stone neut nom/voc/acc sg χερμάδιος large stone masc/fem acc sg χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… …   Dictionary of Greek

  • χερμαδίοις — χερμάδιον large stone neut dat pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμαδίοισι — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμαδίοισιν — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμαδίου — χερμάδιον large stone neut gen sg χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμαδίων — χερμάδιον large stone neut gen pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”