- χερμάζω
χερμάζω, Kiesel od. Feldsteine werfen. – Bei Hesych. aber erkl. τὴν γῆν ἐργάζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερμάζω, Kiesel od. Feldsteine werfen. – Bei Hesych. aber erkl. τὴν γῆν ἐργάζομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερμάζω — Α [χερμάς, άδος] καθαρίζω αγρό από τις πέτρες … Dictionary of Greek
ἐχερμάζομεν — χερμάζω clear a field of stones imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαστήρ — ῆρος, ὁ, Α (για το λουρί τής σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek