χερνάς

χερνάς

χερνάς, ᾶτος, ὁ, dor. = Folgdm, Alex. Aet. 3 (VII, 709), Mein. κέρνας od. κερνᾶς, s. Lob. Aglaoph. p. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερνάς — ᾱτος, ὁ, Α βλ. χερνής …   Dictionary of Greek

  • χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”