χερμάδιον — large stone neut nom/voc/acc sg χερμάδιος large stone masc/fem acc sg χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδιον — τὸ, Α 1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ. β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ χειροπληθεῑ λίθῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Η… … Dictionary of Greek
χερμαδίοις — χερμάδιον large stone neut dat pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίοισι — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίοισιν — χερμάδιον large stone neut dat pl (epic ionic aeolic) χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίου — χερμάδιον large stone neut gen sg χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίων — χερμάδιον large stone neut gen pl χερμάδιος large stone masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδίῳ — χερμάδιον large stone neut dat sg χερμάδιος large stone masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδια — χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] … Dictionary of Greek
Figuren in der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ergänzend die Figuren in der Ilias, einem der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Menschen 1.1 Achaier 1.2 Troer 1.3 Sonstige … Deutsch Wikipedia