χερι-φῡρής

χερι-φῡρής

χερι-φῡρής, ές, mit den Händen gemischt, geknetet δαῖτα Philp. Thess. 11 (VI, 251).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιλτοφυρής — μιλτοφυρής, ές (Α) αναμεμιγμένος με μίλτο, με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + φυρής (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. χερι φυρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”