- χερειότερος
χερειότερος, poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερειότερος, poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερειότερος — χερείων mcaner masc nom sg (epic) χερειότερος mcaner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειότερος — οτέρα, ον Α (επικ. τ.) βλ. χειρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] … Dictionary of Greek
χερειότερ' — χερειότερα , χερείων mcaner neut nom/voc/acc pl (epic) χερειότερε , χερείων mcaner masc voc sg (epic) χερειότεραι , χερείων mcaner fem nom/voc pl (epic) χερειότερα , χερειότερος mcaner neut nom/voc/acc pl χερειότερε , χερειότερος mcaner masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειότερον — χερείων mcaner masc acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc sg (epic) χερειότερος mcaner masc acc sg χερειότερος mcaner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χερειοτέρη — χερείων mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) χερειότερος mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειοτέρην — χερείων mcaner fem acc sg (epic ionic) χερειότερος mcaner fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειοτέρου — χερείων mcaner masc/neut gen sg (epic) χερειότερος mcaner masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειοτέρους — χερείων mcaner masc acc pl (epic) χερειότερος mcaner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερειοτέρῃσιν — χερείων mcaner fem dat pl (epic ionic) χερειότερος mcaner fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)