χερύδριον, τό, dim. von χείρ, Händchen, Aermchen, Mosch. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερύδριον — τὸ, Α χεράκι («μικύλα τὰ χερύδρια», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ τής λ. χείρ* + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
χερύδρια — χερύδριον little hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)