- χωρητικός
χωρητικός, fassend, in sich begreifend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρητικός, fassend, in sich begreifend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρητικός — able to contain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικός — ή, ό / χωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρητός] ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι νεοελλ. φρ. «χωρητική αντίσταση» (ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός… … Dictionary of Greek
χωρητικός — ή, ό ο ικανός να χωρέσει κάτι, ο δεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρητικά — χωρητικός able to contain neut nom/voc/acc pl χωρητικά̱ , χωρητικός able to contain fem nom/voc/acc dual χωρητικά̱ , χωρητικός able to contain fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικῶν — χωρητικός able to contain fem gen pl χωρητικός able to contain masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικόν — χωρητικός able to contain masc acc sg χωρητικός able to contain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικαῖς — χωρητικός able to contain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικαί — χωρητικός able to contain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικοῖς — χωρητικός able to contain masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικοί — χωρητικός able to contain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρητικοῦ — χωρητικός able to contain masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)