- χωρητός
χωρητός, adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρητός, adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρητός — ή, όν, ΜΑ [χωρῶ] ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου αρχ. 1. διαβατός 2. πεπερασμένος 3. (γενικά) ικανός για κάτι … Dictionary of Greek
ευχώρητος — εὐχώρητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο, που επιτρέπει εύκολα το πέρασμα 2. ευρύχωρος 3. αυτός στον οποίο επιτρέπεται εύκολα η είσοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χωρητος (< χωρώ), πρβλ. aδıa χώρητος, α χώρητος] … Dictionary of Greek
θεοχώρητος — θεοχώρητος, ον (AM) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χώρητος (< χωρώ + χώρος), πρβλ. α δια χώρητος, α συγ χώρητος] … Dictionary of Greek
κοσμοχώρητος — κοσμοχώρητος, ον (Μ) (για τη θάλασσα) αυτός που περιβάλλει τον κόσμο («κοσμοχώρητος θάλασσα», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + χώρητος (< χωρῶ), πρβλ. αδια χώρητος] … Dictionary of Greek
πολυχώρητος — η, ο/πολυχώρητος, ον, ΝΜΑ αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος αρχ. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση 2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
въмѣстьнъ — (1*) пр. Способный, могущий поместиться: [о боге] и вмѣсте(н) чл҃вч(с)тва ради. (χωρητός) ГБ XIV, 18г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χωρητικός — ή, ό / χωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρητός] ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι νεοελλ. φρ. «χωρητική αντίσταση» (ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός… … Dictionary of Greek