- χωριάζω
χωριάζω, auf dem Lande sein, leben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριάζω, auf dem Lande sein, leben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριάζω — Α [χώρα / χωρίζω] (μόνον το απρμφ. μέσ. ενεστ.) (κατά τον Ησύχ.) «χωριάζεσθαι λέγειν» … Dictionary of Greek
προσχωριάζον — πρόσ χωριάζω pres part act masc voc sg πρόσ χωριάζω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζει — ἐν χωριάζω pres ind mp 2nd sg ἐν χωριάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζοντα — ἐν χωριάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐν χωριάζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχωριάζων — ἀπό χωριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχωριάζων — ἐν χωριάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)