χωρο-φύλαξ

χωρο-φύλαξ

χωρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter des Landes, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεστροφύλαξ — κεοτροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, χωρο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • νυκτοφύλακας — και νυχτοφύλακας, ο (Α νυκτοφύλαξ, ακος) αυτός που φρουρεί έναν χώρο κατά τη νύχτα νεοελλ. στρ. νοσοκόμος ο οποίος επιβλέπει τους ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”