- χωριστής
χωριστής, ὁ, Einer, der trennt, absondert, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριστής, ὁ, Einer, der trennt, absondert, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριστής — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] αυτός που χωρίζει, που διαχωρίζει … Dictionary of Greek
χωριστής — ο θηλ. χωρίστρα αυτός που χωρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισταῖς — χωριστής one who separates masc dat pl χωριστός separable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισταί — χωριστής one who separates masc nom/voc pl χωριστός separable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοῦ — χωριστής one who separates masc gen sg χωριστός separable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῇ — χωριστής one who separates masc dat sg (attic epic ionic) χωριστός separable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστήν — χωριστής one who separates masc acc sg (attic epic ionic) χωριστός separable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶ — χωριστής one who separates masc gen sg (attic epic ionic) χωριστός separable masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶν — χωριστής one who separates masc gen pl χωριστός separable fem gen pl χωριστός separable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστά — χωριστά̱ , χωριστής one who separates masc nom/voc/acc dual χωριστής one who separates masc voc sg χωριστής one who separates masc nom sg (epic) χωριστός separable neut nom/voc/acc pl χωριστά̱ , χωριστός separable fem nom/voc/acc dual χωριστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)