- χωριστός
χωριστός, adj. verb. von χωρίζω, abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριστός, adj. verb. von χωρίζω, abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριστός — separable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶς — χωριστός separable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)