- χωρισμός
χωρισμός, ὁ, 1) = Vorigem, Plut. – 2) vom pass. das sich Entfernen, dah. die Trennung, καὶ λύσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 67 d; die Abreise, Pol. 5, 16, 6 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρισμός, ὁ, 1) = Vorigem, Plut. – 2) vom pass. das sich Entfernen, dah. die Trennung, καὶ λύσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 67 d; die Abreise, Pol. 5, 16, 6 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρισμός — renewed execution masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμός — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση νεοελλ. 1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων») 2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά 3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού … Dictionary of Greek
χωρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χωρίζω, η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός: Δεν τον αντέχω το χωρισμό από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. 2. διαχωρισμός, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα, προτίμηση. 3. διαζύγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρισμοῖς — χωρισμός renewed execution masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμοί — χωρισμός renewed execution masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμοῦ — χωρισμός renewed execution masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμούς — χωρισμός renewed execution masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμῶν — χωρισμός renewed execution masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμῷ — χωρισμός renewed execution masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρισμόν — χωρισμός renewed execution masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek