- φιλ-έρημος
φιλ-έρημος, die Einsamkeit liebend, gern allein, ἡ, Rufin. 25 (V, 9).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έρημος, die Einsamkeit liebend, gern allein, ἡ, Rufin. 25 (V, 9).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλέρημος — η, ο / φιλέρημος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την ερημιά, την μοναξιά (α. «και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, φιλέρημο πουλάκι να καθίσει», Σολωμ. β. «φιλέρημος γὰρ ἡ θεία σοφία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρημος] … Dictionary of Greek
πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… … Dictionary of Greek