- φιλ-έρῑθος
φιλ-έρῑθος, das Wollespinnen, übh. Handarbeiten liebend; Pallas, Philp. 18 (VI, 247); ἠλακάτη, Theocr. 28, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έρῑθος, das Wollespinnen, übh. Handarbeiten liebend; Pallas, Philp. 18 (VI, 247); ἠλακάτη, Theocr. 28, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
φιλέριθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την εριουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔριθος (ἡ) «κλώστρια, υφάντρια» (πρβλ. συν έριθος)] … Dictionary of Greek