- φιλ-έσπερος
φιλ-έσπερος, den Abend liebend, ἄνϑος, das Veilchen, Diosc. 24 (VII, 31).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έσπερος, den Abend liebend, ἄνϑος, das Veilchen, Diosc. 24 (VII, 31).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχέσπερος — καχέσπερος, ον (Μ) αυτός που έχει κακή, σκοτεινή εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + έσπερος (< ἕσπερος), με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ακρ έσπερος, φιλ έσπερος)] … Dictionary of Greek
φιλέσπερος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα βράδια, («ἴον, τὸ φιλέσπερον ἄνθος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἕσπερος «βράδι, βραδινός»] … Dictionary of Greek