- φιλ-έριστος
φιλ-έριστος, = φίλερις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έριστος, = φίλερις, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλέριστος — ον, Α φίλερις. επίρρ... φιλερίστως Α με εριστική διάθεση, φιλεριστικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐριστός «φιλόνεικος»] … Dictionary of Greek