- φιλ-έραστος
φιλ-έραστος, 1) gern, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt, Pol. 24, 5,7. – 2) Liebenden hold, angenehm; ῥόδον Mel. 98 (V, 136); πακτίς Ep. ad. 743 (App. 327).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έραστος, 1) gern, gewöhnlich liebend, verliebt, zu Liebschaften geneigt, Pol. 24, 5,7. – 2) Liebenden hold, angenehm; ῥόδον Mel. 98 (V, 136); πακτίς Ep. ad. 743 (App. 327).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek
φιλέραστος — η, ο / φιλέραστος, ον, ΝΑ 1. επιρρεπής στους έρωτες, ερωτικός 2. ο αγαπητός στους εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐραστός «αγαπητός» (< ἔραμαι)] … Dictionary of Greek