- φιλ-ά-λῡπος
φιλ-ά-λῡπος, Schmerzlosigkeit liebend, gern ohne Schmerz, Kummer, Orph. 49, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ά-λῡπος, Schmerzlosigkeit liebend, gern ohne Schmerz, Kummer, Orph. 49, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόλυπος — ον, Α 1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα τής λύπης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί λυπος] … Dictionary of Greek