- φιλ-άλληλος
φιλ-άλληλος, einander liebend; ἀγάπησις Plut. sol. an. 29; Alciphr. u. a. Sp.; von Vögeln Babr 124, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άλληλος, einander liebend; ἀγάπησις Plut. sol. an. 29; Alciphr. u. a. Sp.; von Vögeln Babr 124, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεράλληλος — ον, Α (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο. επίρρ... φεραλλήλως Μ με αμοιβαίο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ.… … Dictionary of Greek