εύγληνος — εὔγληνος, ον (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐΰγληνος) 1. (για άγρια θηρία) αυτός που έχει λαμπρά μάτια («εὔγληνοι κύκνοι») 2. λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
μελίγληνος — μελίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
νεόγληνος — νεόγληνος, ον (Α) αυτός που μόλις πριν από λίγο ανέκτησε την όρασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
πολύγληνος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια 2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
τρίγληνος — ον, Α 1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς 2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… … Dictionary of Greek