τρί-γληνος

τρί-γληνος

τρί-γληνος, mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύγληνος — εὔγληνος, ον (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐΰγληνος) 1. (για άγρια θηρία) αυτός που έχει λαμπρά μάτια («εὔγληνοι κύκνοι») 2. λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • μελίγληνος — μελίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • νεόγληνος — νεόγληνος, ον (Α) αυτός που μόλις πριν από λίγο ανέκτησε την όρασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύγληνος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια 2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • τρίγληνος — ον, Α 1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς 2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”