- τρί-γονος
τρί-γονος, dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-γονος, dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίγονος — ον, Α 1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος 2. στον πληθ. τρίγονοι, α τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί γονος] … Dictionary of Greek