- τρί-κοκκος
τρί-κοκκος, mit drei Körnern, Beeren, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κοκκος, mit drei Körnern, Beeren, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκοκκος — η, ο / τρίκοκκος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις κόκκους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν) είδος μούσμουλου αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκοκκος α) είδος μούσμουλου β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί… … Dictionary of Greek