- τρί-γομφος
τρί-γομφος, mit drei Nägeln, Pflöcken, Soph. frg. 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-γομφος, mit drei Nägeln, Pflöcken, Soph. frg. 295.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς γόμφους, πολλά καρφιά 2. ο καρφωμένος γερά, στέρεος («πολύγομφος ναῡς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. τρί γομφος)] … Dictionary of Greek
τρίγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρεις γόμφους 2. πιθ. ο στερεά κλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] … Dictionary of Greek