- τρί-κλωνος
τρί-κλωνος, mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κλωνος, mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόκλωνος — λεπτόκλωνος, ον (AM) αυτός που έχει λεπτά, λυγερά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κλῶνος (πρβλ. μονό κλωνος, τρί κλωνος)] … Dictionary of Greek
τρίκλωνος — η, ο / τρίκλωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους νεοελλ. 1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές 2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»] … Dictionary of Greek