τρί-κλωστος

τρί-κλωστος

τρί-κλωστος, dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λινόκλωστος — λινόκλωστος, ον (Α) αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, τρί κλωστος] …   Dictionary of Greek

  • τρίκλωστος — η, ο / τρίκλωστος, ον, ΝΑ αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλωστός (< κλώθω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”