τρί-γλυφος

τρί-γλυφος

τρί-γλυφος, dreimal geschlitzt, gespalten, αἰχμὴ τρίγλυφος, der Dreizack, Opp. Hal. 5, 377; – ἡ τρίγλυφος, der Dreischlitz über dem Architrav in der dorischen Säulenordnung, Eur. Or. 1374 I. T. 113; Arist. eth. Nicom. 10, 4, 12 auch τὸ τρίγλυφον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ραβδόγλυφος — η, ο, Ν αρχιτ. (για κίονες και παραστάσεις) αυτός που έχει σε ολόκληρη την επιφάνειά του κυρτές ημικυλινδρικές ραβδοειδείς γλυφές, αυτός που είναι γεμάτος σκαλίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + γλυφος (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. τρί γλυφος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …   Dictionary of Greek

  • тригли́ф — а, м. архит. Орнамент с тремя вертикально расположенными желобками на антаблементе дорической колонны. [греч. τριγλυφος] …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”