- τρί-κλυστος
τρί-κλυστος, dreimal gespült, gereinigt, Poll. 6, 165 aus Ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κλυστος, dreimal gespült, gereinigt, Poll. 6, 165 aus Ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκλυστος — ον, Α αυτός που πλύθηκε ή καθαρίστηκε τρεις φορές από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. ἀμφί κλυστος] … Dictionary of Greek