- τρί-κλῑνος
τρί-κλῑνος, mit drei Bett- od. Tischlagern zum Schlafen od. zum Essen, drei Tischlager fassend; davon triclinium, Speisezimmer zu drei Lagern, B. A. 114; Pol. 31, 4, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κλῑνος, mit drei Bett- od. Tischlagern zum Schlafen od. zum Essen, drei Tischlager fassend; davon triclinium, Speisezimmer zu drei Lagern, B. A. 114; Pol. 31, 4, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόκλινος — η, ο (Α μονόκλινος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ένα μόνο κρεβάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκλινο δωμάτιο με ένα κρεβάτι 3. φρ. «μονόκλινο άνθος» ερμαφρόδιτο άνθος αρχ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) κρεβάτι μόνο για ένα άτομο, δηλ. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
οκτάκλινος — η, ο (Α ὀκτάκλινος, ον) (για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινο δωμάτιο με οκτώ κλίνες αρχ. το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα … Dictionary of Greek
τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… … Dictionary of Greek
τριακοντάκλινος — ον, Α 1. αυτός που έχει τριάντα κλίνες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάκλινον έπιπλο τής εφορίας στο οποίο υπήρχαν τριάντα χώροι για να τοποθετούνται οι λογαριασμοί τών τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί… … Dictionary of Greek
АРХИТРИКЛИН — (от греч. άρχι начальник, τρι три, κλινος ложе). Буквально: главный покоя трех лож, т. е. главный распорядитель столовой. Название это произошло из за того, что в античные времена вокруг стола с трех сторон ставили ложа, а одна сторона… … Большая энциклопедия кулинарного искусства