τρί-δραχμος

τρί-δραχμος

τρί-δραχμος, drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”